- επιπονώ
- ἐπιπονῶ, -έω (Α) [επίπονος]1. μοχθώ, καταβάλλω κόπους, κοπιάζω διαρκώς («ἐν γὰρ τοῑς τοιούτοις οἱ ἀγαθοὶ ἐπιπονεῑν ἐθέλουσιν», Ξεν.)2. (με δοτ.) εργάζομαι πάνω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπόνῳ — ἐπίπονος painful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιπόνῳ — ἐπιπόνῳ , ἐπίπονος painful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόνωι — ἐπιπόνῳ , ἐπίπονος painful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… … Dictionary of Greek
προσεπιπονώ — έω, Α κουράζομαι ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπονῶ «μοχθώ, κουράζομαι»] … Dictionary of Greek
συνεπιμοχθώ — έω, Μ μοχθώ μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιμοχθῶ «ἐπιπονώ»] … Dictionary of Greek
συνεπιπονώ — έω, Α [ἐπιπονῶ] κοπιάζω για κάτι μαζί με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek